- μονοθελητισμός
- Χριστιανική αίρεση, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς είχε δύο φύσεις και μια θέληση. Ο Μ. θεωρείται απότοκος της προσπάθειας του αυτοκράτορα Ηράκλειου να συμβιβάσει τους μονοφυσίτες και τους ορθόδοξους χριστιανούς. Οι αυτοκρατορικές όμως πρωτοβουλίες, που ενισχύονταν και από τους πατριάρχες Κωνσταντινούπολης Σέργιο A’, Αντιόχειας Αθανάσιο και Αλεξάνδρειας Κύρο, προκάλεσαν σφοδρή αντίδραση των ορθόδοξων, οι οποίοι, με επικεφαλής τους μοναχούς Σωφρόνιο και Μάξιμο, καταπολέμησαν τη νέα διδασκαλία. Όταν μάλιστα ο Σωφρόνιος εξελέγη αργότερα πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, συνέχισε τον αγώνα του εναντίον του Μ. με μεγαλύτερο πάθος. Παρά τις αντιδράσεις όμως, ο αυτοκράτορας, με τη λεγόμενη «Έκθεσή» του και την υποστήριξη των πατριαρχών Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας και του πάπα Ονώριου, επέβαλε τον Μ. Το 648 εξάλλου, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κώνστας, με σχετικό διάταγμα, απαγόρευσε οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το θέμα. Επιπλέον, συνέλαβε τον πάπα Μαρτίνο, σφοδρό πολέμιο του Μ. και τον Μάξιμο, και τους εξόρισε. Τελικά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πωγωνάτος συγκάλεσε την E’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τον Μ. και τους υποστηρικτές του πατριάρχες καθώς και τον πάπα Ονώριο.
* * *οθεολ. αιρετική διδασκαλία σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς Χριστός, αν και είχε δύο φύσεις, δηλ. θεία και ανθρώπινη, είχε μία μόνο θέληση και, κατά προέκταση, μία μόνο ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monothelisme (< γαλλ. monothelite < μσν. λατ. Μonothelita < μονοθελῆται). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σπ. Ζαμπέλιο].
Dictionary of Greek. 2013.